- χορτόβωλος
- χορτό-βωλος, ἡ, u. χορτό-βωλον, τό, ein ausgestochenes Stück Rasen, eine Rasenscholle
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χορτόβωλος — ἡ, ΜΑ βώλος γης με Χόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + βῶλος (πρβλ. χρυσό βωλος)] … Dictionary of Greek
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek